εφταμελής

εφταμελής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που αποτελείται από εφτά μέλη: Εφταμελής οικογένεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”